ανεξιχνίαστος

ανεξιχνίαστος
-η, -ο (AM ἀνεξιχνίαστος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός
«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῡ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῡ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»
νεοελλ.
όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο έγκλημα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνεξιχνίαστος — unsearchable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεξιχνίαστος — η, ο αυτός που δεν εξιχνιάστηκε, δεν εξακριβώθηκε ή δεν μπορεί να εξιχνιαστεί: Το έγκλημα εκείνο μένει ακόμη ανεξιχνίαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεξιχνιάστως — ἀνεξιχνίαστος unsearchable adverbial ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνίαστον — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc sg ἀνεξιχνίαστος unsearchable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστοις — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστου — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστους — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστων — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστῳ — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνίαστα — ἀνεξιχνίαστος unsearchable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”