- ανεξιχνίαστος
- -η, -ο (AM ἀνεξιχνίαστος, -ον)αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῡ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῡ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»νεοελλ.όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο έγκλημα».
Dictionary of Greek. 2013.